- ηπητής
- ἠπητής, ό, θηλ. ἠπήτρια (Α) [ηπάομαι]επιδιορθωτής, επισκευαστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠπητής — repairer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπητήν — ἠπητής repairer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπάομαι — ἠπάομαι (Α) διορθώνω, επισκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η ) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής,… … Dictionary of Greek
ηπητήριον — ἠπητήριον, το (Α) [ηπητής] βελόνα για ράψιμο δερμάτων … Dictionary of Greek